- θεόμαντις
- θεόμαντις, ὁ (Α)αυτός που έχει προφητικό πνεύμα, ο θεόπνευστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + μάντις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεόμαντις — one who has a spirit of prophecy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάντεις — θεόμαντις one who has a spirit of prophecy fem nom/voc pl (attic epic) θεόμαντις one who has a spirit of prophecy fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεομαντείον — θεομαντεῖον, τὸ (Α) [θεόμαντις] λόγος προς επίκληση τής θείας αποκαλύψεως … Dictionary of Greek
θεομαντώ — θεομαντῶ, έω (Α) [θεόμαντις] προφητεύω με θεία έμπνευση … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek